- ἀμφιδάκνω
- ἀμφι-δάκνω, fest beißen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀμφιδακοῦσαι — ἀμφιδάκνω bite all round aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek